- ἐξεσκέδασας
- ἐκσκεδάννυμιscatter to the windaor ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκσκεδάννυμι — ἐκσκεδάννυμι (Α) διασκορπίζω στον αέρα, απορρίπτω, εκδιώκω («τὴν εἰρήνην ἐξεσκέδασας», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek